-
1 έκφραση
[экфраси] ουσ. Θ. выражение чувстваεκ.ραστικός [экфрастикос] εκ. выразительный,εκ.ραστικότητα [экфрастикотита] ουσ. Θ. выразительность,εκ.υλίζομαι [экфилизомэ] р. вырождаться.εκ.υλισμός [экфилизмос] ουσ. а. вырождение,εκ.υλιστικός [экфилистикос]εκ. относящийся к вырождениюΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > έκφραση
-
2 выражение
выражение с в разн. знач. η έκφραση η εκδήλωση (проявление) \выражение лица (глаз) η έκφραση του προσώπου (των.ματιών)" идиоматическое \выражение η ιδιωματική έκφραση* * *с в разн. знач.η έκφραση; η εκδήλωση ( проявление)выраже́ние лица́ (глаз) — η έκφραση του προσώπου (των ματιών)
идиомати́ческое выраже́ние — η ιδιωματική έκφραση
-
3 выражение
-я ουδ.1. έκφραση, φανέρωση• εξωτερίκευση, εκδήλωση•цена является денежным -ем стоимости η τιμή είναι η χρηματική έκφραση του κόστους.
2. λέξη φράση, έκφραση λόγου•образное выражение παραστατική έκφραση•
непристойные -я άσεμνες (άπρεπες) εκφράσεις.
3. (μαθ.) τύπος•алгебраическое выражение αλγεβρικός τύπος.
εκφρ.без -я – χωρίς έκφραση, ανέκφραστα, μονότονα, άχαρα•с -ем – με έκφραση, εκφραστικά, με χάρη. -
4 выражение
1. (оборот речи) η έκφραση 2. мат. η παράσταση, η έκφραση, ο τύπος 3. (внешнее проявление, отражение чего-л.) η έκφραση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выражение
-
5 экспрессия
-и θ.έκφραση, εκφραστική δύναμη•экспрессия жеста η έκφραση χειρονομίας•
экспрессия лица η έκφραση του προσώπου•
экспрессия слова η έκφραση του λόγου.
-
6 оборот
оборотм1. ἡ (περι)στροφή, ὁ γῦρος, τό γύρισμα:\оборот колеса ἡ στροφή τοῦ τρο-χοῦ, τό γύρισμα τής ρόδας·2. эк. ἡ κυκλοφορία:денежный \оборот ἡ χρηματική κυκλοφορία· торговый \оборот ἡ κυκλοφορία τῶν ἐμπορευμάτων, οἱ ἐμπορικές δοσοληψίες· \оборот капитала ἡ κυκλοφορία τοῦ κεφαλαίου·3. (обратная сторона) ἡ ἀνάποδη, τά νῶτα, τό πίσω μέρος:на \обороте ὀπισθεν делать надпись на \обороте ὀπισθογραφῶ·4. перен (поворот, направление) ἡ τροπή, ὁ δρόμος, ἡ κατεύθυνση [-ις]:дело принимает плохой \оборот ἡ ὑπόθεση παίρνει ἀσχημη τροπή·5. (выражение) ἡ ἔκφραση[-ις]:\оборот речи ἡ Εκφραση· неправильный \оборот речи ἡ λαθεμένη Εκφραση· ◊ пустить в \оборот θέτω (или βάζω) σέ κυκλοφορία· взять кого-л. в \оборот разг σφίγγω τά λουριά κάποιου. -
7 оборот
-а α.1. στροφή•количество -ов в минуту ο αριθμός των στροφών στο λεπτό•
колеса η στροφή του τροχού.
|| γύρισμα, αναστροφή•оборот пласта при вспашке το γύρισμα του χώματος κατά το όργωμα.
2. κύκλος•оборот полевых культур ο κύκλος των αγροτικών εργασιών (της αγροκαλλιέργειας).
|| κυκλοφορία•оборот капитала η κυκλοφορία του κεφαλαίου•
пустить деньги в оборот βάζω το χρήμα σε κυκλοφορία•
годовой оборот ετήσια κυκλοφορία.
3. χρήση, χρησιμοποίηση•пустить слово в оборот βάζω σε χρήση καινούρια λέξη•
ввести в научный оборот новые материалы βάζω για επιστημονική χρήση νέα υλικά.
4. στροφή•оборот реки στροφή του ποταμού.
|| καμπή, γωνία (για σωλήνα κ.τ.τ.).5. τροπή•дело принимает дурной оборот η υπόθεση παίρνει άσχημη τροπή (πάει στραβά).
6. η α-ανάποδη (αντίστροφη, πισινή) όψη ή πλευρά•оборот меддли η άλλη όψη του νομίσματος (η αντίθετη άποψη του ζητήματος).
7. έκφραση•р-чи έκφραση λόγου•
неправильный оборот μη σωστή (άστοχη) έκφραση.
εκφρ.брать (взять) в - – συμμορφώνω, συνετίζω σφίγγω τα λουριά. -
8 оборот
оборот м 1) (поворот) η στροφή, η τροπή 2) эк. η κυκλοφορία· денежный \оборот η χρηματική κυκλοφορία 3) (обратная сторона) η ανάποδη, το πίσω μέρος· на \обороте о πίσθεν 4): \оборот речи η έκφραση* * *м1) ( поворот) η στροφή, η τροπή2) эк. η κυκλοφορίαде́нежный оборо́т — η χρηματική κυκλοφορία
3) ( обратная сторона) η ανάποδη, το πίσω μέροςна оборо́те — o πισθεν
4)оборо́т ре́чи — η έκφραση
-
9 выражение
выражениес1. (действие) ἡ ἔκ-φραση [-ις]/ ἡ ἐκδήλωση [-ις] (проявление)·2. (оборот речи) ἡ ἐκφραση [-ις], ἡ λέξη [-ις]. ὁ λόγος:идиоматическое \выражение ἡ ἰδιωματική ἐκφραση·3. мат ὁ τύπος:алгебраическое \выражение ὁ ἀλγεβρικός τύπος. -
10 тень
теи||ьж1. прям., перен тж. жив. ἡ σκιά, ὁ ίσκιος:сидеть в \теньн κάθομαι στον ἰσκιο· класть \теньи жив. βάζω (или ζωγραφίζω) σκιά· по ее лицу пробежала \тень неудовольствия μιά ἐκφραση δυσαρέσκειας διάβηκε ἀπό τό πρόσωπο της·2. перен (слабый след) ἡ ἐκφραση:ни \теньи сомнения δέν ὑπάρχει ὁὔτε ίχνος ἀμφιβολίας·3. (неясные очертания, силуэт) ἡ σκιά, ἡ σιλουέτα:промелькнула какая-то \тень πέρασε κάποια σκιά·4. (призрак, дух) τό φάσμα, τό φάντασμα:\теньи прошлого οἱ σκιές τοῦ παρελθόντος· ◊ от нее осталась одна \тень αὐτή κατάντησε φάντασμα· бросить \тень на кого́-л. προκαλώ ὑποψία ἐναντίον κάποιου· держаться в \теньй φέρνομαι σεμνά, δέν ἐπιδεικνύομαι· ходить как \тень за кем-л. γίνομαι ἡ σκιά κάποιου. -
11 экспрессия
экспрессияж ἡ ἐκφραση [-ις], ἡ ἐκφρα-στικότητα [-ης], ἡ δυνατή ἐκφραση. -
12 волеизъявление
-я ουδ.εκδήλωση, έκφραση θέλησης, επιθυμίας•свободное волеизъявление народа η ελεύθερη έκφραση του λαού.
-
13 тень
-и, προθτ. о тени, в тени, πλθ. тени -ей θ.1. σκιά, ίσκιος•на солнце и в тени στον ήλιο και στον ίσκιο.
2. σκοτεινό μέρος εικόνας•контрасты света и тени αντίθεση φωτός και σκιάς.
|| η ριχνόμενη σκιά•-человека η σκιά του ανθρώπου•
тень башни η σκιά του πύργου.
|| έκφραση φόβου, θλίψης κ.τ.τ. грустные -и на е лице έκφραση θλίψης στο πρόσωπο της.3. μτφ. ίχνος αδύνατο, σημαδάκι•тень прошлого σκιά παρελθόντος•
тень улыбки υποτυπώδες χαμόγελο•
ни тень жалости ούτε σκιά οίκτου.
4. σιλουέτα, φιγούρα.5. φάσμα, φάντασμα, ίσκιωμα (σκιά πεθαμένου).εκφρ.ночная (вечерная) тень; тень ночи – το σούρουπο•бросать (кидать) тень на кого-что – αμαυρώνω την αξιοπρέπεια κάποιου•навести тень (на плетень, на ясный день) – συσκοτίζω σκόπιμα• θολώνω τα νερά•быть (сделать(ся) -ью – α) ακολουθώ κάποιον σαν τη σκιά του.|| είμαι η σκιά κάποιου (είμαι υποχείριο κάποιου)•он тень и голос кого – αυτός είναι σκιά και φερέφωνο κάποιου•держаться (быть, стоять) в -и – δε θέλω να φαίνομαι, να επιδείχνομαι• κρατιέμαιστην αφάνεια•оставлять в -и что – αφήνω κάτι σκοτεινό (ασαφές, αδιευκρίνιστο)•ходить, (идти, следовать) за кем как тень – παρακολουθώ κάποιον άγρυπνα, τον παίρνω στο κοντό, σαν τη σκιά του•тень падает на кого-что – αμαυρώνεται η αξιοπρέπεια κάποιου• (одна) тень осталось от кого έγινε σαν το ίσκιωμα (κάτισχνος)•теньи под глазами οιδήματα (σακκουλίτσες)κάτω από τα μάτια. -
14 фига
-и θ.1. η συκιά.2. το σύκο.3. βλ. кукиш.εκφρ.показать -у – βλ. έκφραση στή λέξη•кукиш. фига с маслом получить – (απλ.) βλ. έκφραση στη λέξη•кукиш- глядеть (смотреть) в книгу и видеть -у – κοιτάζω στο βιβλίο και βλέπω γρίφους (δεν καταλαβαίνω τίποτε). -
15 высказывание
1. (в математической логике) τα λεγόμεναη απόφα(ν)ση2. (мне-ние, суждение) η γνώμη, η κρίση, η έκφραση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > высказывание
-
16 метафора
литер. η μεταφορά, η μεταφορική έκφραση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > метафора
-
17 оборот
1. (полный круг при вращении) η περιστροφ/ή, η στροφή... - OB В минуту... - ές ανά λεπτό2. (спутника) η περιστροφή 3. (возврат в процесс) хим. η ανάκτηση, η ανακύκλωση 4. эк. о κύκλος εργασιών 5. (выражение) литер. η έκφρασητο ιδίωμα б.-ы мн. (скорость) οι στροφέςнабирать{}увеличивать{} - αυξάνω τις -сбавлять{}уменьшать{} - μειώνω τις-Русско-греческий словарь научных и технических терминов > оборот
-
18 экспрессия
η έκφραση, η διατύπωση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > экспрессия
-
19 вид
вид Iм1. (внешность) ἡ δψη [-ις], ἡ ἐμφάνιση, τό ἐξωτερικό[ν]/ τό ὕφος, ἡ ἐκφραση (выражение лица):общий \вид ἡ γενική ἄποψη, ἡ γενική θέα· здоровый \вид ὑγιής στήν δψη, πού φαίνεται ὑγιής· независимый (серьезный) \вид τό ἀνεξάρτητο (σοβαρό) ὑφος· иметь хороший \вид (о человеке) δείχνω (или φαίνομαι) καλά· у него́ веселый \вид ἐχει χαιρούμενη δψη· иметь жалкий \вид ἔχω ἀξιολύπητο ὕφος· на \вид, по \виду, с \виду φαίνεται, ἐξ ὀψεως· ему на \вид двадцать лет φαίνεται σάν είκοσι χρονών2. (состояние) ἡ κατάσταση; в нетрезвом \виде μεθυσμένος, πιωμένος, σέ κατάσταση μέθης·3. (зрелище, картина) ἡ ἄποψη, ἡ θέα, τό τοπεῖο[ν]:из окна открывался чудесный \вид» ἀπό τό παράθυρο φαίνονταν ὑπέροχη θέα· \виды Кавказа τά τοπία του Καυκάσου·4. \виды мн. (предположения, намерения) οἱ βλέψεις, οἱ προβλεψεις, οἱ προθέσεις:\виды на урожай οἱ προβλέψεις γιά τή σοδειά· \виды на будущее οἱ βλεψεις γιά τό μέλλον иметь \виды на кого-л., на что-л. ἔχω βλέψεις πάνω σέ κάποιον, ἐποφθαλμιώ κάτι· ◊ делать \вид καμώνομαι δτι..., προσποιοῦμαι, κάνω πώς...· не показать \виду δέν δείχνω δτι, δέν ἐκδηλώνομαι· иметь в \виду ἔχω ὑπ'δψη· для \вида γιά τά μάτια (τοῦ κόσμου), γιά τόν τύπο· под \видом μέ τήν πρόφαση, ὑπό τό πρόσχημα· ни под каким \видом ἐπ'ούδενί λόγω, μέ κανένα τρόπο, σέ καμμιά περίπτωση· поставить кому-л. на \вид κάνω παρατήρηση, κατακρίνω· он видал \виды είδε πολλά στή ζωή του· исчезнуть из \виду ἐξαφανίζομαι· терять из \виду χάνω ἀπ° τά μάτια μου, χάνω τά ίχνη· быть на \виду́ εἶμαι ἐκτεθειμένος, φαίνομαι· при \виде кого-л., чего-л. μόλις είδα (κάποιον, κάτι)· в \виде чего-л. μέ τή μορφή· в \виде эксперимента γιά πειραματισμό· в \виде доказательства σάν (или γιά) ἀπόδειξη.вид IIм1. филос, биол. τό είδος·2. грам. ἡ μορφή:\виды глаголов οἱ μορφές των ρημάτων совершенный \вид ἡ τετελεσμένη μορφή· несовершенный \вид ἡ μή τετελεσμένη μορφή. -
20 высказывание
высказываниес1. (действие) ἡ ἐκφραση[-ις], ἡ διατύπωσή2. (суждение) τά λεγόμενα, τά λογία, ἡ ἀπόφανση [-ις]/ ἡ γνώμη (мнение).
См. также в других словарях:
έκφραση — η 1. εξωτερίκευση, εκδήλωση, διατύπωση: Έκφραση χαράς. 2. η απεικόνιση ψυχικής κατάστασης ή διάθεσης στο πρόσωπο κάποιου: Η έκφραση του προσώπου του έδειχνε άνθρωπο ευγενικό. 3. ο τρόπος που εκφράζεται κανείς, ύφος, στιλ: Γλαφυρή έκφραση. 4.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έκφραση — Ο τρόπος με τον οποίο εκφράζεται κάτι· η παράσταση νοημάτων ή ψυχικών τάσεων, διαθέσεων, με σημεία αισθητά, λέξεις, σχήματα, ήχους, μορφασμούς· γραμματειακό είδος κατά το οποίο περιγράφονται αρχιτεκτονικά ή καλλιτεχνικά μνημεία, γεωγραφικά ή… … Dictionary of Greek
ἐκφράσῃ — ἐκφράσηι , ἔκφρασις description fem dat sg (epic) ἐκφράζω tell over aor subj mid 2nd sg ἐκφράζω tell over aor subj act 3rd sg ἐκφράζω tell over fut ind mid 2nd sg ἐκφράζω tell over aor subj mid 2nd sg ἐκφράζω tell over aor subj act 3rd sg ἐκφράζω … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταραμένοι ποιητές — Έκφραση που προέρχεται από τον τίτλο Les poètes maudits, με τον οποίο δημοσιεύτηκαν τρεις μελέτες του Γάλλου ποιητή Πολ Βερλέν αρχικά στο περιοδικό Lutèce (1883) και κατόπιν σε ιδιαίτερο τόμο (1884). Στις μελέτες αυτές ο Βερλέν παρουσίασε στο… … Dictionary of Greek
εξουσία — Έκφραση που προσδιορίζει την κρατική αρχή ως φορέα της κυριαρχίας. Δηλαδή πρόκειται για τη γενική ε., που προκύπτει ως ειδικότερη έννοια από τη δύναμη, την ισχύ, και τις επιμέρους κρατικές ε., νομοθετική, δικαστική, εκτελεστική, αλλά και τη… … Dictionary of Greek
ανάπτυξη, οικονομική — Έκφραση που σημαίνει γενικά τη δυναμική τάση ενός οικονομικού συστήματος. Με αυτήν ακριβώς την έννοια η ο.α. αποτέλεσε σημαντικό πρόβλημα της σύγχρονης οικονομικής επιστήμης, συνδεδεμένο με άλλα προβλήματα, όπως της αναπαραγωγής, των διακυμάνσεων … Dictionary of Greek
συνειρμός παραστάσεων — Έκφραση που χρησιμοποιούν οι ψυχολόγοι για να χαρακτηρίσουν τη λειτουργία εκείνη μέσω της οποίας μερικά ψυχικά περιεχόμενα –ή παραστάσεις αντικειμένων, ιδεών, συναισθημάτων– ανακαλούν το ένα το άλλο στη συνείδηση σύμφωνα με ειδικές συνδέσεις… … Dictionary of Greek
Σφαγή των νηπίων — Έκφραση με την οποία η χριστιανική θρησκεία προσδιορίζει τη σφαγή μικρών παιδιών που πραγματοποιήθηκε στη Βηθλεέμ και στις γύρω περιοχές, σύμφωνα με την Καινή Διαθήκη, έπειτα από διαταγή του Ηρώδη, με την ελπίδα ότι μεταξύ αυτών θα είναι και ο… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek